νικητήριος

νικητήριος
-α, -ο (ΑΜ νικητήριος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νικητή ή στη νίκη («σάς άρπαξε η τύχη την νικητήριον δάφνην», Κάλβ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το νικητήριο(ν)
βραβείο για νίκη, έπαθλο («Ἑλλάνιε Ζεῡ, σὸν τὸ νικητήριον», Αριστοφ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νικητήρια (ενν. ιερά ή άσματα)
α) επινίκια θυσία ή εορτή
β) ύμνος επινίκιος, για τον νικητή
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο νικητήριος
κατακτητής, νικητής
μσν.-αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η νίκη
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) αδιαφιλονίκητη ένδειξη, απόδειξη
2. φρ. α) «τὰ νικητήρια φέρω [ή φέρομαι ή κομίζομαι]» — κερδίζω το βραβείο τής νίκης
β) «ἑστιῶ (τὰ) νικητήρια» — εορτάζω τη νίκη με ευωχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νικῶ + επίθημα -τήριος, πιθ. μέσω τού νικητήρ (πρβλ. ευχη-τήριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νικητήριος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στη νίκη: Νικητήριος ύμνος. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., νικητήρια γιορτή για τη νίκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νικητήριος — νῑκητήριος , νικητήριος belonging to a conqueror masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητήρι' — νῑκητήρια , νικητήριος belonging to a conqueror neut nom/voc/acc pl νῑκητήριε , νικητήριος belonging to a conqueror masc voc sg νῑκητήριαι , νικητήριος belonging to a conqueror fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητηρίων — νῑκητηρίων , νικητήριος belonging to a conqueror fem gen pl νῑκητηρίων , νικητήριος belonging to a conqueror masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητήριον — νῑκητήριον , νικητήριος belonging to a conqueror masc acc sg νῑκητήριον , νικητήριος belonging to a conqueror neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՂԹԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0316 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c ա. νικητής, νικητήριος, ἑπινίκιος ad victoriam pertinens. եւ բայիւ νικάω, ἱσχύω vinco, valeo. Յաղթօղ. զօրագոյն. վերագոյն. յաղթազգեաց. ուստի ՅԱՂԹԱԿԱՆ ԼԻՆԵԼ՝ է… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • επινίκιος — α, ο 1. που γίνεται ή λέγεται για τη νίκη, ο νικητήριος: Επινίκιος ύμνος. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., επινίκια (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νικητηρίοις — νῑκητηρίοις , νικητήριος belonging to a conqueror masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητηρίους — νῑκητηρίους , νικητήριος belonging to a conqueror masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”